αειθαλης

αειθαλης
    ἀειθαλής
    ἀειθᾰλής
    2
    1) вечно цветущий, вечнозеленый
    

(δάφνη Plut.; γήτειον Anth.)

    2) неувядаемый, бессмертный
    

(πνεῦμα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αειθαλης" в других словарях:

  • ἀειθαλῆς — ἀειθαλής evergreen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀειθαλής evergreen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθαλής — evergreen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειθαλής — ες (Α ἀειθαλής) 1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές τού έτους 2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός αρχ. 1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος 2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς… …   Dictionary of Greek

  • αειθαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο αείφυλλος, αυτός που έχει φύλλα χειμώνα και καλοκαίρι: Το πεύκο είναι δέντρο αειθαλές. 2. αυτός που είναι πάντα θαλερός, ακμαίος: Ήταν ένας γέρος αειθαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀειθαλῆ — ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀειθαλής evergreen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθαλεῖ — ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθαλεῖς — ἀειθαλής evergreen masc/fem acc pl ἀειθαλής evergreen masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθαλέα — ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀειθαλής evergreen masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειθαλές — ἀειθαλής evergreen masc/fem voc sg ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαονία — Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των βερβεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι ιθαγενής των δυτικών ΗΠΑ και η επιστημονική του ονομασία είναι Mahonia ή Berberis aquifolium. Έχει όρθιους κλάδους που έχουν ταχεία ανάπτυξη και φτάνουν σε ύψος τα 1 2 μ. Τα… …   Dictionary of Greek

  • ναντίνα — Αειθαλής φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των Βερβεριδιδών (δικοτυλήδονα), καταγόμενος από την Κίνα και την Ιαπωνία. Η επιστημονική του ονομασία είναι ναντίνα η οικιακή. Έχει όρθιο βλαστό, ύψους 1 2 μ., με λίγες διακλαδώσεις, και φύλλα σύνθετα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»